-
1 ἔπω
ἔπω, ipf. ἕπον, mid. ἕπομαι, imp. ἕπεο, ἕπευ, ipf. εἱπόμην, ἑπόμην, fut. ἕψομαι, aor. ἑσπόμην, imp. σπεῖο, ἑσπέσθω, part. ἑσπόμενος: move about, be busy. — I. act., ἀμφ' Ὀδυσῆα Τρῶες ἕπον, ‘moved around Odysseus,’ Il. 11.43 ; ἄλλοι δ' ἐπὶ ἔργον ἕποιεν, ‘be busy with their work,’ Od. 14.195; trans., περικαλλέα τεύχἐ ἕποντα, ‘occupied with,’ Il. 6.321 ; οὐ μὲν δὴ τόδε μεῖζον ἕπει κακόν, a greater evil that ‘approaches,’ Od. 12.209 (v. l. ἔπι).—II. mid., once like act., ἀμφὶ δ' ἄῤ αὐτὸν Τρῶες ἕπονθ, ‘moved around him,’ Il. 11.474 (cf. 483); usually go along with, accompany, follow, κέκλετο θεράποντας ἅμα σπέσθαι ἑοῖ αὐτῷ, Od. 4.38; σοὶ δ' ἄλοχον σπέσθαι, Od. 22.324; τούτου γ ἑσπομένοιο, ‘if he should go too,’ Il. 10.246 ; ἕπεο προτέρω, ‘come along in,’ Il. 18.387 ; ὣς εἰπὼν ἡγεῖθ, ἣ δ' ἕσπετο, followed, Od. 1.125; also w. adverbs, μετά, σύν, ἐπί, Il. 23.133, κ , Il. 4.63 (met.); often of things, ὅσσα ἔοικε φίλης ἐπὶ παιδὸς ἕπεσθαι, ‘go along with,’ i. e. be given as dowry, Od. 1.278 ; οἵη ἐμὴ δύναμις καὶ χεῖρες ἕπονται, ‘answer to’ my strength, Od. 20.237 ; γούνατα, Il. 4.314; in hostile sense only in Il., Il. 11.154, 165, etc.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔπω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий